- διλοχία
- ηδύο λόχοι ενωμένοι: Η γέφυρα στήθηκε απο διλοχία του μηχανικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διλοχία — διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc/acc dual διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχία — η (Α διλοχία) νεοελλ. στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους αρχ. στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες … Dictionary of Greek
διλοχίας — διλοχίᾱς , διλοχία double company fem acc pl διλοχίᾱς , διλοχία double company fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίαι — διλοχίᾱͅ , διλοχία double company fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίης — διλοχία double company fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίτης — ο (Α διλοχίτης) [διλοχία] νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διλοχία αρχ. αρχηγός διλοχίας … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek